- τύτε
- τύτε, Adv., said to be [dialect] Aeol. for τότε, An.Ox.1.64. [full] τύτη· τὸ αὐτόθι, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τύτε — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύτε — Α επίρρ. (αιολ.τ.) βλ. τότε … Dictionary of Greek
τότε — ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)τότενες Ν, και δωρ. τ. τόκα και αιολ. τ. τότα και τύτε Α 1. (συσχετικό προς το πότε, οπότε, ὅτε) σ εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος ή τού μέλλοντος, σ εκείνη την περίσταση (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες χαρά … Dictionary of Greek